ταχυδρομείο
noun
/ta.çi.ðɾoˈmi.o/
|
- η κρατική ή δημόσια υπηρεσία που παραλαμβάνει, μεταφέρει και παραδίδει επιστολές και δέματα
|
poste,
courrier
|
- η αλληλογραφία ή τα δέματα που παραλαμβάνουμε ή αποστέλλουμε
|
courrier
|
- το κτίριο που στεγάζει αυτήν την υπηρεσία
|
poste,
bureau
|