🇬🇷 el fr 🇫🇷
το |
|
---|---|
|
ce |
- εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος
- au nom du Père et du Fils et du Saint-Esprit
- εις το επανιδείν
- au revoir
- ως επί το πλείστον
- généralement, la plupart du temps
- με το αζημίωτο
- contre, finances, moyennant, paiement
- επί το έργον
- activité, travail
- κατά το μάλλον ή ήττον
- approximativement, environ, à peu près
- το αβγό του Κολόμβου
- œuf de Colomb
- με το νι και με το σίγμα
- détail
- το κερασάκι στην τούρτα
- cerise sur le gâteau
- πετάω το γάντι
- jeter le gant
Wiktionary Links
- ελληνικά: το