τουαλέτα
noun
/tu.aˈle.ta/
|
- έπιπλο που βρίσκεται κυρίως στην κρεβατοκάμαρα και έχει ενσωματωμένο καθρέφτη
|
coiffeuse
|
- ονομασία για επίσημο, πολυτελές γυναικείο φόρεμα, κατά κανόνα μακρύ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
|
toilette
|
- εκλεπτυσμένη ονομασία του δωματίου του αποχωρητηρίου
|
toilettes
|