🇬🇷 el fr 🇫🇷

τουαλέτα noun

  /tu.aˈle.ta/
  • έπιπλο που βρίσκεται κυρίως στην κρεβατοκάμαρα και έχει ενσωματωμένο καθρέφτη
coiffeuse
  • ονομασία για επίσημο, πολυτελές γυναικείο φόρεμα, κατά κανόνα μακρύ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
toilette
  • εκλεπτυσμένη ονομασία του δωματίου του αποχωρητηρίου
toilettes
Wiktionary Links