🇬🇷 el fr 🇫🇷

τροπικός adjective

  /tɾo.piˈkos/
  • (μουσική) που έχει σχέση με την τροπική μουσική ή αναφέρεται σ’ αυτή
tropical

τροπικός adjective

  /tɾo.piˈkos/
  • (γραμματική) που έχει σχέση με τον τρόπο, αναφέρεται σ’ αυτόν ή τον δηλώνει
de manière
Wiktionary Links