🇬🇷 el fr 🇫🇷

τρόπος noun

  /ˈtɾo.pos/
  • (αρχαία ελληνική μουσική) → δείτε τους συνώνυμους όρους τρόπος, τόνος και ἁρμονία
façon, manière
Wiktionary Links