🇬🇷 el fr 🇫🇷

υπόγειο noun

  /iˈpo.ʝi.o/
  • o όροφος κτίσματος ο οποίος βρίσκεται κάτω από το επίπεδο της επιφάνειας του εδάφους
sous-sol
Wiktionary Links