🇬🇷 el fr 🇫🇷

φτάνω verb

  /ˈfta.no/
  • έρχομαι από στιγμή σε στιγμή, υπόσχομαι ότι φτάνω εγώ ή κάτι αμέσως
  • (μεταφορικά) οδηγούμαι σε ένα σημείο συνήθως παρά τη θέλησή μου ή πάντως χωρίς να το επιδιώκω συνειδητά, καταντώ
arriver
  • (απρόσωπο) αρκεί, αρκετά
suffire
Wiktionary Links