🇬🇷 el fr 🇫🇷

χείλος noun

  /ˈçi.los/
lèvre
  • (ανατομία) καθένας από τους δύο μυικούς ιστούς του προσώπου που σχηματίζουν εξωτερικά το στόμα
au bord
Wiktionary Links