🇬🇷 el fr 🇫🇷
όποιος
/ˈo.pços/
|
|
---|---|
qui que ce soit |
- όποιος καεί με τον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι
- chat échaudé craint l'eau froide
- όποιος καεί με το χυλό φυσά και το γιαούρτι
- chat échaudé craint l’eau froide
- γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος
- rira bien qui rira le dernier
- όποιος αγαπά, τιμωρεί
- qui aime bien, châtie bien
- όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες
- qui sème le vent récolte la tempête
- όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες.
- qui s’y frotte s’y pique
- όποιος δεν έχει μυαλό έχει ποδάρια
- quand on n’a pas de tête, il faut avoir des jambes
Wiktionary Links
- ελληνικά: όποιος