🇬🇷 el id 🇮🇩

ηφαίστειο noun

  /iˈfe.sti.o/
  • (γεωλογία) άνοιγμα ή ρωγμή στο φλοιό της Γης ή άλλου πλανήτη, από όπου, συχνά, εκρέουν ή εκρήγνυνται ατμός και ρευστά πετρώματα στην επιφάνεια με την μορφή λάβας
  • (συνεκδοχικά) το βουνό ή ο λόφος που σχηματίζεται από στερεοποιημένα υλικά που έχουν αναβλύσει γύρω από το παραπάνω άνοιγμα ή ρήγμα
  • (μεταφορικά) τόπος ή κατάσταση με μεγάλες συγκρούσεις και πιέσεις
  • (μεταφορικά) άνθρωπος με εκρηκτικό ταμπεραμέντο και θερμή ερωτική συμπεριφορά
gunung berapi, gunung api
Wiktionary Links