🇬🇷 el ja 🇯🇵

γενναίος adjective

  /ʝeˈne.os/
  • που δείχνει ή χαρακτηρίζεται από γενναιότητα, που αντιμετωπίζει τους κινδύνους ή τις αντιξοότητες χωρίς να δειλιάσει, που δείχνει θάρρος και ταυτόχρονα υψηλό ήθος
勇敢
Wiktionary Links