🇬🇷 el ja 🇯🇵

θύλακας

ポケット

θύλακας noun

  /ˈθi.la.kas/
  • (ανατομία) κοιλότητα ως θήκη γύρω από διάφορα όργανα του σώματος
  • (βοτανική) είδος καρπού με πολλά σπέρματα
カプセル剤
Wiktionary Links