🇬🇷 el ja 🇯🇵

ποταμός noun

  /po.taˈmos/
  • (γεωγραφία) μεγάλη υδάτινη μάζα που ρέει σε μεγάλη απόσταση με φυσική ροή εντός μίας καθορισμένης κοίτης, ξεκινώντας από μία ή περισσότερες φυσικές πηγές ή λίμνες και καταλήγοντας στη θάλασσα ή σε λίμνη
  • (μεταφορικά, στον πληθυντικό) μεγάλη ποσότητα (υγρού)
Wiktionary Links