🇬🇷 el lt 🇱🇹

αισθάνομαι verb

  /eˈsθa.no.me/
  • αντιλαμβάνομαι κάτι με τις αισθήσεις, κυρίως με την αίσθηση της αφής ή της όσφρησης
jausti
Wiktionary Links