🇬🇷 el lt 🇱🇹

γλώσσα noun

  /ˈɣlo.sa/
  • (ανατομία) ευκίνητο και μυώδες όργανο του στόματος, που αποτελεί το αισθητήριο όργανο της γεύσης. Χρησιμοποιείται, επίσης, στο μάσημα και την κατάποση της τροφής, αλλά και στην ανθρώπινη ομιλία, κατά την άρθρωση των φθόγγων
liežuvis, kalba
  • (γλωσσολογία) ο κώδικας επικοινωνίας που αποτελείται από γράμματα, λεξήματα και γραμματικούς κανόνες και είναι το κύριο μέσο επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων μιας συγκεκριμένης εθνότητας ή ομάδας
kalba, liežuvis
Wiktionary Links