🇬🇷 el lt 🇱🇹

ελιά noun

  /eˈʎa/
  • (τρόφιμο) ο καρπός του ομώνυμου δέντρου, που γίνεται βρώσιμος με ποικίλες ειδικές επεξεργασίες και είναι η πηγή για το μαγειρικό λάδι
alyva
Wiktionary Links