🇬🇷 el lt 🇱🇹

πέδιλο noun

  /ˈpe.ði.lo/
  • αντίστοιχη βάση ανάλογου σκοπού, π.χ. που στηρίζει το κατάρτι ιστιοφόρου
sandalas
Wiktionary Links