🇬🇷 el mg 🇲🇬

πτώση

milatsaka

πτώση noun

  /ˈpto.si/
  • η μείωση της αριθμητικής τιμής
  • (γραμματική) κάθε ένας από τους τύπους που σχηματίζουν τα κλιτά μέρη του λόγου εκτός από το ρήμα
tranga
Wiktionary Links