🇬🇷 el mg 🇲🇬

υπήκοος

vodiahitrarivo

υπήκοος noun

  /iˈpi.ko.os/
  • πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα / ιθαγένεια ενός κράτους· ο πολίτης ενός κράτους
vahoaka
Wiktionary Links