🇲🇬 mg el 🇬🇷
jaojao noun |
|
---|---|
μεγάλος, ενήλικας, ειδικευόμενος, επισμηναγός, μείζων, ουσιαστικός |
Wiktionary Links
- fiteny malagasy: jaojao
jaojao noun |
|
---|---|
μεγάλος, ενήλικας, ειδικευόμενος, επισμηναγός, μείζων, ουσιαστικός |