🇬🇷 el nl 🇳🇱

εδώ adverb

  /eˈðo/
  • (τοπικό επίρρημα) σε αυτό το μέρος, στο σημείο που βρίσκομαι ή για το οποίο γίνεται λόγος
hier, alhier, hierzo
Wiktionary Links