🇬🇷 el nl 🇳🇱

κύκλος noun

  /ˈci.klos/
  • (γεωμετρία) ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν συγκεκριμένη απόσταση από ένα άλλο σημείο
cirkel, kring
Wiktionary Links