🇬🇷 el nl 🇳🇱

λάθος noun

  /ˈla.θos/
  • καθετί που αποκλίνει από τον κανόνα, κάτι που δε λέγεται ή που δε γίνεται σωστά
  • ατυχής επιλογή, πράξη, εκτίμηση μιας κατάστασης
  • καθετί που βρίσκεται σε απόσταση από την αλήθεια ή την πραγματικότητα
  • η απόκλιση ανάμεσα στην πραγματικη τιμή που προκύπτει από μια μαθηματική πράξη και στην τιμή που βρίσκει κάποιος από αυτήν
fout, vergissing, abuis, dwaling
Wiktionary Links