🇬🇷 el nl 🇳🇱

μέλισσα noun

  • (έντομο) (Apis melifera) υμενόπτερο έντομο με δηλητηριώδες κεντρί. Ζει σε κοινωνίες κι εκτρέφεται για το μέλι και το κερί που παράγει
bij, honingbij
Wiktionary Links