🇬🇷 el nl 🇳🇱

πατάτα noun

  /paˈta.ta/
  • ο κόνδυλος του φυτού της πατατιάς
  • (τρόφιμο) μαγειρεμένος ο κόνδυλος της πατατιάς
aardappel, patat
Wiktionary Links