🇬🇷 el nl 🇳🇱

χέρι noun

  /ˈçe.ɾi/
  • (ανθρώπινο σώμα) το καθένα από τα δύο άνω άκρα του ανθρώπινου σώματος, από τον ώμο μέχρι τις άκρες των δαχτύλων
hand, arm
Wiktionary Links