🇬🇷 el nl 🇳🇱

χταπόδι noun

  • (μαλάκιο) θαλασσινό κεφαλόποδο μαλάκιο, με μεγάλο κεφάλι απ' όπου ξεκινούν οχτώ πλοκάμια
octopus, inktvis
Wiktionary Links