🇳🇱 nl el 🇬🇷
nieuw adjective
/niβ̞/
,
/nyʊ̯/
|
|
---|---|
|
νέος, καινούργιος |
|
νέος, καινούργιος, πρωτότυπος |
|
νέος, πρόσφατος |
|
σημερινός, νέος |
|
νέος |