🇬🇷 el nl 🇳🇱

βραχίονας noun

  /vɾaˈçi.o.nas/
  • το ανώτερο τμήμα του χεριού, από τον ώμο μέχρι τον αγκώνα
arm
  • το ένα από τα δύο στελέχη που συγκρατούν τα γυαλιά οράσεως στο αφτί
oortje
Wiktionary Links