🇬🇷 el nl 🇳🇱

εξοπλισμός noun

  • (μεταφορικά) το σύνολο των αντικειμένων που είναι απαραίτητα σε κάτι
bagage
  • (μεταφορικά) ο εφοδιασμός με τα κατάλληλα εργαλεία, εξαρτήματα, μηχανήματα, όργανα
aanleveren
apparatuur
  • τα διαθέσιμα οπλικά συστήματα, το σύνολο του πολεμικού υλικού
wapenschild
Wiktionary Links