🇬🇷 el nl 🇳🇱

κανάλι noun

  /kaˈna.li/
  • μια ορισμένη περιοχή συχνοτήτων
  • τηλεοπτικός σταθμός
  • διαδικτυακός τόπος όπου γίνεται chat
kanaal
Wiktionary Links