λειτουργία
noun
/li.tuɾˈʝi.a/
|
- ο ιδιαίτερος ρόλος που παίζει ένα μέρος ενός συστήματος, π.χ. το εξάρτημα μιας μηχανής ή ο τομέας ενός οργανισμού ή το όργανο του σώματος
|
werking
|
- (θρησκεία) λατρευτική ιεροτελεστία της Εκκλησίας με κέντρο το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
|
liturgie,
mis
|