🇬🇷 el nl 🇳🇱

μόριο noun

  /ˈmo.ɾi.o/
  • (φυσική) η μικρότερη ποσότητα ύλης που μπορεί να υπάρχει ελεύθερη χωρίς να χάνει τις ιδιότητές της
molecuul
  • (γραμματική)
deeltje, partikel
Wiktionary Links