🇬🇷 el nl 🇳🇱

πόδι noun

  /ˈpo.ði/
  • (ανθρώπινο σώμα) το τμήμα του ανθρώπινου σώματος κάτω από τον αστράγαλο
voet, been
  • (ανατομία) άκρο του σώματος ανθρώπων ή ζώων που χρησιμεύει στη στήριξη και στο βάδισμα
poot, pootje
Wiktionary Links