🇬🇷 el nl 🇳🇱

ρίζα noun

  • το μέρος φυτού που είναι ριζωμένο στο χώμα
  • (γλωσσολογία) το αρχικό και αμετάβλητο μέρος μιας λέξης από το οποίο μπορούν να παράγονται πολλά θέματα
  • η πηγή, η προέλευση, η αιτία
wortel
Wiktionary Links