🇬🇷 el nl 🇳🇱
του |
|
---|---|
|
-e- |
- φαινόμενο του θερμοκηπίου
- broeikaseffect
- ο νόμος του αντιπεπονθότος
- oog om oog, tand om tand
- Σταυρός του Νότου
- Zuiderkruis
- μήλο του Αδάμ
- adamsappel
- Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό
- Democratische Republiek Congo
- Πύργος του Άιφελ
- Eiffeltoren
- διοξείδιο του άνθρακα
- kooldioxide
- μέρος του λόγου
- woordsoort
- υδροξείδιο του ασβεστίου
- calciumhydroxide
- μήνας του μέλιτος
- wittebroodsweken
Wiktionary Links
- ελληνικά: του