🇬🇷 el nl 🇳🇱

ψυχή noun

  /psiˈçi/
ziel, geest, gemoed
  • (μουσική, εξάρτημα οργάνου) μικρό ξυλαράκι μέσα στο ηχείο εγχόρδου μουσικού οργάνου, που βοηθά στη μετάδοση των δονήσεων των χορδών και είναι κρίσιμο για την ποιότητα του ήχου
ziel
Wiktionary Links