🇬🇷 el nl 🇳🇱

ώχρα noun

  /ˈo.xɾa/
  • ονομασία χρώματος της ζωγραφικής αλλά και γενικά της βαφής, σε τόνους του κίτρινου, του καφέ και του κόκκινου.
oker
Wiktionary Links