🇬🇷 el no 🇳🇴

έξω noun

  /ˈe.kso/
  • η διασκέδαση (εκτός σπιτιού)
  • η εξωτερική πλευρά ενός αντικειμένου
utenfor
  • ο εξωτερικός χώρος γενικά (δηλαδή έξω από το σπίτι)
fremmed

έξω adverb

  /ˈe.kso/
  • στο εξωτερικό μέρος, εκτός ενός κλειστού χώρου, συνήθως ενός κτηρίου
utenfor

έξω adjective

  /ˈe.kso/
  • που μένει στο εξωτερικό
fremmed
  • που αναφέρεται ή σχετίζεται με την κοινωνική ζωή
ut
Wiktionary Links