🇬🇷 el no 🇳🇴

ελεύθερος adjective

  /eˈle.fθe.ɾos/
  • (χώρα ή λαός) που δε βρίσκεται υπό ξένη κατοχή ή τυραννικό καθεστώς
fri
Wiktionary Links