🇬🇷 el no 🇳🇴

ευχαριστώ verb

  /ef.xa.ɾiˈsto/
  • κάνω κάποιον να νιώσει όμορφα, ικανοποιώ κάποιον
takk
  • δείχνω σε κάποιον ότι τον ευγνωμονώ για κάτι που μου έκανε ή που μου έδωσε
takk, takke
Wiktionary Links