🇬🇷 el pt 🇵🇹

έρημος noun

  /ˈe.ɾi.mos/
  • (γεωγραφία) περιοχή στην οποία υπάρχει ξηρασία και σχεδόν καθόλου βλάστηση, λόγω των σπανιότατων βροχοπτώσεων που σημειώνονται εκεί
deserto, ermo, páramo, tapera

έρημος adjective

  /ˈe.ɾi.mos/
  • που είναι απομακρυσμένος από τους άλλους
deserto, ermo
Wiktionary Links