WikDict
Ελληνικά
↔
Português
ελληνικά
Ελληνικά ↔ English
Ελληνικά ↔ 中文 (zhōngwén)
Ελληνικά ↔ Français
Ελληνικά ↔ Deutsch
Ελληνικά ↔ Polski
Ελληνικά ↔ Русский
Ελληνικά ↔ Italiano
Ελληνικά ↔ Español
Ελληνικά ↔ Svenska
Ελληνικά ↔ Nederlands
Ελληνικά ↔ Suomi
Ελληνικά ↔ Português
Ελληνικά ↔ Català
Ελληνικά ↔ 日本語
Ελληνικά ↔ Türkçe
Ελληνικά ↔ Български език
Ελληνικά ↔ Dansk
Ελληνικά ↔ Latine
Ελληνικά ↔ Norsk
Ελληνικά ↔ Gaeilge
Ελληνικά ↔ Bahasa indonesia
Ελληνικά ↔ Lietuvių kalba
português
Português ↔ English
Português ↔ 中文 (zhōngwén)
Português ↔ Français
Português ↔ Deutsch
Português ↔ Русский
Português ↔ Polski
Português ↔ Svenska
Português ↔ Español
Português ↔ Nederlands
Português ↔ Ελληνικά
Português ↔ Italiano
Português ↔ Suomi
Português ↔ Català
Português ↔ 日本語
Português ↔ Türkçe
Português ↔ Dansk
Português ↔ Български език
Português ↔ Norsk
Português ↔ Latine
Português ↔ Lietuvių kalba
Português ↔ Bahasa indonesia
Português ↔ Kurdî
Português ↔ Gaeilge
More…
About
Reader
Blog
Downloads
Translate
🇬🇷 el
pt 🇵🇹
ψυχή
noun
/psiˈçi/
alma
,
ânimo
,
espírito
(μουσική, εξάρτημα οργάνου) μικρό ξυλαράκι μέσα στο ηχείο εγχόρδου μουσικού οργάνου, που βοηθά στη μετάδοση των δονήσεων των χορδών και είναι κρίσιμο για την ποιότητα του ήχου
alma
αδελφή ψυχή
alma gémea
Wiktionary Links
ελληνικά:
ψυχή