🇬🇷 el sv 🇸🇪

εύχρηστος adjective

  • ευχρησιμοποίητος, ευχρησιμοποιούμενος, εύκολος στην χρήση - εφαρμογή
användarvänlig
  • που χρησιμοποιείται συχνά
bruklig
Wiktionary Links