🇬🇷 el sv 🇸🇪

μπόρα noun

  /ˈbo.ɾa/
  • (μετεωρολογία, κοινή ονομασία) η ξαφνική έντονη βροχή με μικρή διάρκεια, ξαφνική βροχόπτωση ισχυρή ή και καταρρακτώδης
bär
Wiktionary Links