🇬🇷 el sv 🇸🇪

κύριος noun

  /ˈci.ɾi.os/
  • (προσφώνηση) ως προσφώνηση οποιουδήποτε άντρα και στο σχολείο του δασκάλου από τους μαθητές
herr

κύριος adjective

  /ˈci.ɾi.os/
huvudsaklig

Κύριος properNoun

  /ˈci.ɾi.os/
Herren, Herre
Wiktionary Links