🇬🇷 el sv 🇸🇪

ανατολή noun

  /a.na.toˈli/
soluppgång, öster
  • (συνεκδοχικά) ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, από την πλευρά που ανατέλλει ο ήλιος
öster
Wiktionary Links