🇬🇷 el sv 🇸🇪
μου |
|
---|---|
|
min, mitt |
- κάθομαι στ' αβγά μου
- lägga
- δε μου καίγεται καρφί
- inte
- γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια
- förakta
- δικός μου
- guldgruva
- νίπτω τας χείρας μου
- två sina händer
- έχω το νου μου
- vara på sin vakt
- Θεέ μου
- herre gud, herregud
- επαναπαύομαι στις δάφνες μου
- vila på sina lagrar
- απόσταση που φτάνει το χέρι μου
- räckhåll
Wiktionary Links
- ελληνικά: μου