🇬🇷 el sv 🇸🇪

ομάδα noun

  /oˈma.ða/
grupp
  • (ειδικότερα) σύνολο αθλητών που συμμετέχουν σε ομαδικό παιχνίδι αντιμετωπίζοντας έναν αντίπαλο
lag
Wiktionary Links