🇬🇷 el tr 🇹🇷

μέσο noun

  • κάτι που χρησιμοποιεί κάποιος για να πετύχει τον σκοπό του
kaynak
  • κάτι που απέχει εξίσου από δύο άλλα πράγματα
  • (μεταφορικά) κάτι που βρίσκεται ανάμεσα σε άλλα πράγματα
merkez
Wiktionary Links